- μικροώμ
- και μικρώμ, τομετρολ. μονάδα μέτρησης ηλεκτρικών αντιστάσεων, με σύμβολο μΩ, που ισούται με το ένα εκατομμυριοστό τού ωμ.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια ως προς το α' συνθετικό λ., πρβλ. γαλλ. microhm (βλ. μικρ[ο]-)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek